αγνάντι(α)

αγνάντι(α)
επίρρ. напротив, против; на противоположной стороне

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγνάντι(α)" в других словарях:

  • αγνάντι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλιδίου. * * * επίρρ. βλ. αγνάντια …   Dictionary of Greek

  • αγνάντι(α) — επίρρ. τοπ., απέναντι, αντικρινά: Ώρα πολλή κοίταζαν αγνάντια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»